Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
παράγω
παραγωγεύς
παραγωγή
παραγωγιάζω
View word page
παράγραφος
line drawn in the margin

ShortDef

line drawn in the margin

Debugging

Headword:
παράγραφος
Headword (normalized):
παράγραφος
Headword (normalized/stripped):
παραγραφος
IDX:
65388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65389
Key:

Data

{'content': 'line drawn in the margin'}