Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
παραγυμνόω
παραγχυσία
View word page
παράγραπτος
limited

ShortDef

limited

Debugging

Headword:
παράγραπτος
Headword (normalized):
παράγραπτος
Headword (normalized/stripped):
παραγραπτος
IDX:
65384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65385
Key:

Data

{'content': 'limited'}