Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
παραγρυπνέω
παράγυμνος
View word page
παραγραμμίζω
makes
ShortDef
makes
Debugging
Headword:
παραγραμμίζω
Headword (normalized):
παραγραμμίζω
Headword (normalized/stripped):
παραγραμμιζω
IDX:
65382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65383
Key:
Data
{'content': 'makes'}