Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
παραγράφω
παραγράψιμος
View word page
παραγραμματίζω
emend

ShortDef

emend

Debugging

Headword:
παραγραμματίζω
Headword (normalized):
παραγραμματίζω
Headword (normalized/stripped):
παραγραμματιζω
IDX:
65380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65381
Key:

Data

{'content': 'emend'}