Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
παράγραφος
View word page
παράγραμμα
that which one writes beside, an additional clause

ShortDef

that which one writes beside, an additional clause

Debugging

Headword:
παράγραμμα
Headword (normalized):
παράγραμμα
Headword (normalized/stripped):
παραγραμμα
IDX:
65378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65379
Key:

Data

{'content': 'that which one writes beside, an additional clause'}