Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
παραγραμμίζω
παραγραπτέον
παράγραπτος
παραγραφή
παραγραφικός
παραγραφίς
View word page
παραγόρευσις
prohibition
ShortDef
prohibition
Debugging
Headword:
παραγόρευσις
Headword (normalized):
παραγόρευσις
Headword (normalized/stripped):
παραγορευσις
IDX:
65377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65378
Key:
Data
{'content': 'prohibition'}