Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
παραγραμμάτισις
View word page
παράγλουτος
with spare buttocks

ShortDef

with spare buttocks

Debugging

Headword:
παράγλουτος
Headword (normalized):
παράγλουτος
Headword (normalized/stripped):
παραγλουτος
IDX:
65371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65372
Key:

Data

{'content': 'with spare buttocks'}