Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
παραγραμματίζω
View word page
παραγκωνιστής
one who elbows

ShortDef

one who elbows

Debugging

Headword:
παραγκωνιστής
Headword (normalized):
παραγκωνιστής
Headword (normalized/stripped):
παραγκωνιστης
IDX:
65370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65371
Key:

Data

{'content': 'one who elbows'}