Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
παραγραμματεύω
View word page
παραγκωνίζω
to set the arms a-kimbo

ShortDef

to set the arms a-kimbo

Debugging

Headword:
παραγκωνίζω
Headword (normalized):
παραγκωνίζω
Headword (normalized/stripped):
παραγκωνιζω
IDX:
65369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65370
Key:

Data

{'content': 'to set the arms a-kimbo'}