Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράγειος
παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
παράγραμμα
View word page
παραγκιστρόομαι
to be furnished with barbs

ShortDef

to be furnished with barbs

Debugging

Headword:
παραγκιστρόομαι
Headword (normalized):
παραγκιστρόομαι
Headword (normalized/stripped):
παραγκιστροομαι
IDX:
65368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65369
Key:

Data

{'content': 'to be furnished with barbs'}