Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράγγελσις
παράγειος
παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
παράγνυμι
παραγόρευσις
View word page
παραγκάλισμα
that which is taken into the arms, a beloved one
ShortDef
that which is taken into the arms, a beloved one
Debugging
Headword:
παραγκάλισμα
Headword (normalized):
παραγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
παραγκαλισμα
IDX:
65367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65368
Key:
Data
{'content': 'that which is taken into the arms, a beloved one'}