Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράγγελμα
παραγγελματικός
παράγγελσις
παράγειος
παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
παραγναθίς
παραγνάμπτω
View word page
παραγιγνώσκω
to decide wrongly, err in their judgment

ShortDef

to decide wrongly, err in their judgment

Debugging

Headword:
παραγιγνώσκω
Headword (normalized):
παραγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
παραγιγνωσκω
IDX:
65365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65366
Key:

Data

{'content': 'to decide wrongly, err in their judgment'}