Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικός
παράγγελσις
παράγειος
παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
παραγκωνιστής
παράγλουτος
παραγλύφω
παραγναθίδιος
View word page
παραγηράω
to be superannuated

ShortDef

to be superannuated

Debugging

Headword:
παραγηράω
Headword (normalized):
παραγηράω
Headword (normalized/stripped):
παραγηραω
IDX:
65363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65364
Key:

Data

{'content': 'to be superannuated'}