Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραβώμιος
παραγαύδης
παραγγαρεία
παραγγελεύς
παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικός
παράγγελσις
παράγειος
παραγεμιστή
παραγένησις
παραγεύω
παραγήραμα
παραγηράω
παραγίγνομαι
παραγιγνώσκω
παραγκαλίζομαι
παραγκάλισμα
παραγκιστρόομαι
παραγκωνίζω
View word page
παραγεμιστή
torpedo
ShortDef
torpedo
Debugging
Headword:
παραγεμιστή
Headword (normalized):
παραγεμιστή
Headword (normalized/stripped):
παραγεμιστη
IDX:
65359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65360
Key:
Data
{'content': 'torpedo'}