Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραβολικός
παραβόλιον
παραβολοειδής
παράβολος
παραβόσκω
παραβουκολέω
παραβραβεύω
παράβροχον
παράβυσμα
παράβυστος
παραβύω
παραβώμιος
παραγαύδης
παραγγαρεία
παραγγελεύς
παραγγελία
παραγγέλλω
παράγγελμα
παραγγελματικός
παράγγελσις
παράγειος
View word page
παραβύω
to stuff in, insert

ShortDef

to stuff in, insert

Debugging

Headword:
παραβύω
Headword (normalized):
παραβύω
Headword (normalized/stripped):
παραβυω
IDX:
65348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65349
Key:

Data

{'content': 'to stuff in, insert'}