Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράβλεμμα
παραβλέπω
παράβλεψις
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλής
παραβλητέος
παραβλητικός
παραβλητός
παραβλύζω
παραβλώσκω
παραβλώψ
παραβοάω
παραβοήθεια
παραβοηθέω
παραβοήθημα
παραβολᾶνοι
παραβολεύομαι
παραβολή
παραβολικός
παραβόλιον
View word page
παραβλώσκω
to go beside
ShortDef
to go beside
Debugging
Headword:
παραβλώσκω
Headword (normalized):
παραβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
παραβλωσκω
IDX:
65329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65330
Key:
Data
{'content': 'to go beside'}