Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
παραβίας
παραβιασμός
παραβιβάζω
παραβλάπτω
παραβλαστάνω
παραβλάστη
παραβλαστητικός
παράβλεμμα
παραβλέπω
παράβλεψις
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλής
παραβλητέος
παραβλητικός
παραβλητός
παραβλύζω
παραβλώσκω
παραβλώψ
View word page
παραβλέπω
to look aside, take a side look

ShortDef

to look aside, take a side look

Debugging

Headword:
παραβλέπω
Headword (normalized):
παραβλέπω
Headword (normalized/stripped):
παραβλεπω
IDX:
65320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65321
Key:

Data

{'content': 'to look aside, take a side look'}