Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
παραβίας
παραβιασμός
παραβιβάζω
παραβλάπτω
παραβλαστάνω
παραβλάστη
παραβλαστητικός
παράβλεμμα
παραβλέπω
παράβλεψις
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλής
παραβλητέος
παραβλητικός
παραβλητός
παραβλύζω
View word page
παραβλαστητικός
inclined to put out offshoots
ShortDef
inclined to put out offshoots
Debugging
Headword:
παραβλαστητικός
Headword (normalized):
παραβλαστητικός
Headword (normalized/stripped):
παραβλαστητικος
IDX:
65318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65319
Key:
Data
{'content': 'inclined to put out offshoots'}