Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
παραβίας
παραβιασμός
παραβιβάζω
παραβλάπτω
παραβλαστάνω
παραβλάστη
παραβλαστητικός
παράβλεμμα
παραβλέπω
παράβλεψις
παραβλήδην
παράβλημα
παραβλής
παραβλητέος
παραβλητικός
View word page
παραβλαστάνω
to grow up beside

ShortDef

to grow up beside

Debugging

Headword:
παραβλαστάνω
Headword (normalized):
παραβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
παραβλαστανω
IDX:
65316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65317
Key:

Data

{'content': 'to grow up beside'}