Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
παραβίας
παραβιασμός
παραβιβάζω
παραβλάπτω
παραβλαστάνω
παραβλάστη
παραβλαστητικός
παράβλεμμα
παραβλέπω
παράβλεψις
View word page
παραβιάζομαι
to use violence to

ShortDef

to use violence to

Debugging

Headword:
παραβιάζομαι
Headword (normalized):
παραβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παραβιαζομαι
IDX:
65311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65312
Key:

Data

{'content': 'to use violence to'}