Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
παραβίας
παραβιασμός
παραβιβάζω
παραβλάπτω
παραβλαστάνω
παραβλάστη
παραβλαστητικός
παράβλεμμα
View word page
παραβατός
to be overcome
ShortDef
to be overcome
Debugging
Headword:
παραβατός
Headword (normalized):
παραβατός
Headword (normalized/stripped):
παραβατος
IDX:
65309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65310
Key:
Data
{'content': 'to be overcome'}