Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
παραβίας
παραβιασμός
παραβιβάζω
παραβλάπτω
View word page
παραβατέω
to be a παραβάτης

ShortDef

to be a παραβάτης

Debugging

Headword:
παραβατέω
Headword (normalized):
παραβατέω
Headword (normalized/stripped):
παραβατεω
IDX:
65305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65306
Key:

Data

{'content': 'to be a παραβάτης'}