Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
παραβιάζομαι
View word page
παραβασιλεύω
reign beside, be co-regent
ShortDef
reign beside, be co-regent
Debugging
Headword:
παραβασιλεύω
Headword (normalized):
παραβασιλεύω
Headword (normalized/stripped):
παραβασιλευω
IDX:
65301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65302
Key:
Data
{'content': 'reign beside, be co-regent'}