Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
παραβατός
παραβεβλημένως
View word page
παραβαρβαρίζω
speak barbarously

ShortDef

speak barbarously

Debugging

Headword:
παραβαρβαρίζω
Headword (normalized):
παραβαρβαρίζω
Headword (normalized/stripped):
παραβαρβαριζω
IDX:
65300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65301
Key:

Data

{'content': 'speak barbarously'}