Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
παραβατικός
παραβάτις
View word page
παραβαπτός
dyed

ShortDef

dyed

Debugging

Headword:
παραβαπτός
Headword (normalized):
παραβαπτός
Headword (normalized/stripped):
παραβαπτος
IDX:
65298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65299
Key:

Data

{'content': 'dyed'}