Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
παραβάτης
View word page
παραβαπτίζω
baptize without authority

ShortDef

baptize without authority

Debugging

Headword:
παραβαπτίζω
Headword (normalized):
παραβαπτίζω
Headword (normalized/stripped):
παραβαπτιζω
IDX:
65296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65297
Key:

Data

{'content': 'baptize without authority'}