Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
παραβατέω
View word page
παραβάλλω
to throw beside

ShortDef

to throw beside

Debugging

Headword:
παραβάλλω
Headword (normalized):
παραβάλλω
Headword (normalized/stripped):
παραβαλλω
IDX:
65295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65296
Key:

Data

{'content': 'to throw beside'}