Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παπυροειδής
πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
παραβατέον
View word page
παραβάλλομαι
risking, staking

ShortDef

risking, staking

Debugging

Headword:
παραβάλλομαι
Headword (normalized):
παραβάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
παραβαλλομαι
IDX:
65294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65295
Key:

Data

{'content': 'risking, staking'}