Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παπύρινος
παπυροειδής
πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
παραβαπτιστής
παραβαπτός
παραβάπτω
παραβαρβαρίζω
παραβασιλεύω
παράβασις
παραβάσκω
View word page
παραβαλλέταιρος
one who betrays his comrade
ShortDef
one who betrays his comrade
Debugging
Headword:
παραβαλλέταιρος
Headword (normalized):
παραβαλλέταιρος
Headword (normalized/stripped):
παραβαλλεταιρος
IDX:
65293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65294
Key:
Data
{'content': 'one who betrays his comrade'}