Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παππώδης
παππωνυμικῶς
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
παπυλιών
παπυρικός
παπύρινος
παπυροειδής
πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
παράβακχος
παραβαλλέταιρος
παραβάλλομαι
παραβάλλω
παραβαπτίζω
View word page
παπυροφάγος
eating the root of papyrus

ShortDef

eating the root of papyrus

Debugging

Headword:
παπυροφάγος
Headword (normalized):
παπυροφάγος
Headword (normalized/stripped):
παπυροφαγος
IDX:
65286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65287
Key:

Data

{'content': 'eating the root of papyrus'}