Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παππίζω
παππικός
παπποκτόνος
πάππος
παπποσπέρματα
παππώδης
παππωνυμικῶς
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
παπυλιών
παπυρικός
παπύρινος
παπυροειδής
πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
παραβάκτρος
View word page
παπυλιών
papilio, tent
ShortDef
papilio, tent
Debugging
Headword:
παπυλιών
Headword (normalized):
παπυλιών
Headword (normalized/stripped):
παπυλιων
IDX:
65281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65282
Key:
Data
{'content': 'papilio, tent'}