Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παππίδιον
παππίζω
παππικός
παπποκτόνος
πάππος
παπποσπέρματα
παππώδης
παππωνυμικῶς
παππῷος
πάπραξ
παπταίνω
παπυλιών
παπυρικός
παπύρινος
παπυροειδής
πάπυρος
παπυροφάγος
παπυρώδης
παπυρών
παρά
παραβαίνω
View word page
παπταίνω
to look earnestly, gaze

ShortDef

to look earnestly, gaze

Debugging

Headword:
παπταίνω
Headword (normalized):
παπταίνω
Headword (normalized/stripped):
παπταινω
IDX:
65280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65281
Key:

Data

{'content': 'to look earnestly, gaze'}