Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πανώλεθρος
πανώλης
πανωνία
πανώνιος
πανωπήεις
πάνωρος
πανωφελής
πάξ
παξαμᾶς
Παξοί
πάομαι
παός
παπαῖ
παπαιάξ
παπάω
παπίας
παππάζω
παππάξ
πάππας
παππασμός
παππεπίπαππος
View word page
πάομαι
to acquire

ShortDef

to acquire

Debugging

Headword:
πάομαι
Headword (normalized):
πάομαι
Headword (normalized/stripped):
παομαι
IDX:
65257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65258
Key:

Data

{'content': 'to acquire'}