Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάνυγρος
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πανυπέρφρων
πάνυσσα
πανύστατος
πανῳδός
πανώδυνος
πανώδυρος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
πανώλης
πανωνία
πανώνιος
πανωπήεις
πάνωρος
πανωφελής
πάξ
παξαμᾶς
Παξοί
πάομαι
View word page
πανώλεθρος
utterly ruined, utterly destroyed

ShortDef

utterly ruined, utterly destroyed

Debugging

Headword:
πανώλεθρος
Headword (normalized):
πανώλεθρος
Headword (normalized/stripped):
πανωλεθρος
IDX:
65247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65248
Key:

Data

{'content': 'utterly ruined, utterly destroyed'}