Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
παντρόφος
παντυχία
παντώνυμος
πάντως
πάνυ
πάνυγρος
πανυπείροχος
πανυπέρτατος
πανυπέρφρων
πάνυσσα
πανύστατος
πανῳδός
πανώδυνος
πανώδυρος
πανωλεθρία
πανώλεθρος
πανώλης
πανωνία
View word page
πανυπέρτατος
highest of all

ShortDef

highest of all

Debugging

Headword:
πανυπέρτατος
Headword (normalized):
πανυπέρτατος
Headword (normalized/stripped):
πανυπερτατος
IDX:
65239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65240
Key:

Data

{'content': 'highest of all'}