Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
παντόφθαλμος
παντοφόβος
παντοφυής
παντόφυρτος
παντοχάρυβδις
παντόχροος
πάντρητος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
παντρόφος
παντυχία
παντώνυμος
πάντως
πάνυ
πάνυγρος
πανυπείροχος
View word page
πάντρητος
all-pierced

ShortDef

all-pierced

Debugging

Headword:
πάντρητος
Headword (normalized):
πάντρητος
Headword (normalized/stripped):
παντρητος
IDX:
65228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65229
Key:

Data

{'content': 'all-pierced'}