Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντότεκνος
παντότης
παντοτινάκτης
παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
παντόφθαλμος
παντοφόβος
παντοφυής
παντόφυρτος
παντοχάρυβδις
παντόχροος
πάντρητος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
παντρόφος
παντυχία
παντώνυμος
πάντως
View word page
παντόφυρτος
mixed all together

ShortDef

mixed all together

Debugging

Headword:
παντόφυρτος
Headword (normalized):
παντόφυρτος
Headword (normalized/stripped):
παντοφυρτος
IDX:
65225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65226
Key:

Data

{'content': 'mixed all together'}