Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάντοτε
παντότεκνος
παντότης
παντοτινάκτης
παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
παντόφθαλμος
παντοφόβος
παντοφυής
παντόφυρτος
παντοχάρυβδις
παντόχροος
πάντρητος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
παντρόφος
παντυχία
παντώνυμος
View word page
παντοφυής
all-producing
ShortDef
all-producing
Debugging
Headword:
παντοφυής
Headword (normalized):
παντοφυής
Headword (normalized/stripped):
παντοφυης
IDX:
65224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65225
Key:
Data
{'content': 'all-producing'}