Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάντοσε
παντοσώματος
πάντοτε
παντότεκνος
παντότης
παντοτινάκτης
παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
παντόφθαλμος
παντοφόβος
παντοφυής
παντόφυρτος
παντοχάρυβδις
παντόχροος
πάντρητος
πάντρομος
πάντροπος
πάντροφος
παντρόφος
View word page
παντόφθαλμος
all-eyes
ShortDef
all-eyes
Debugging
Headword:
παντόφθαλμος
Headword (normalized):
παντόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
παντοφθαλμος
IDX:
65222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65223
Key:
Data
{'content': 'all-eyes'}