Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντοπωλία
παντοπώλιον
παντορέκτης
πάντοσε
παντοσώματος
πάντοτε
παντότεκνος
παντότης
παντοτινάκτης
παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
παντόφθαλμος
παντοφόβος
παντοφυής
παντόφυρτος
παντοχάρυβδις
παντόχροος
πάντρητος
πάντρομος
View word page
παντοφαγία
indiscriminate eating

ShortDef

indiscriminate eating

Debugging

Headword:
παντοφαγία
Headword (normalized):
παντοφαγία
Headword (normalized/stripped):
παντοφαγια
IDX:
65219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65220
Key:

Data

{'content': 'indiscriminate eating'}