Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντοπαθής
παντοποιός
παντοπόρος
παντοπωλέω
παντοπώλης
παντοπωλία
παντοπώλιον
παντορέκτης
πάντοσε
παντοσώματος
πάντοτε
παντότεκνος
παντότης
παντοτινάκτης
παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
παντόφθαλμος
παντοφόβος
παντοφυής
View word page
πάντοτε
at all times, always

ShortDef

at all times, always

Debugging

Headword:
πάντοτε
Headword (normalized):
πάντοτε
Headword (normalized/stripped):
παντοτε
IDX:
65214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65215
Key:

Data

{'content': 'at all times, always'}