Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παντόμορφος
παντόμωρος
παντονίκης
παντοπαθής
παντοποιός
παντοπόρος
παντοπωλέω
παντοπώλης
παντοπωλία
παντοπώλιον
παντορέκτης
πάντοσε
παντοσώματος
πάντοτε
παντότεκνος
παντότης
παντοτινάκτης
παντοῦχος
παντοφαγία
παντοφάγος
παντοφάρυγξ
View word page
παντορέκτης
all-desiring
ShortDef
all-desiring
Debugging
Headword:
παντορέκτης
Headword (normalized):
παντορέκτης
Headword (normalized/stripped):
παντορεκτης
IDX:
65211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65212
Key:
Data
{'content': 'all-desiring'}