Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντολόγος
παντομεταβόλος
παντομιγής
παντόμιμος
παντομισής
παντόμορφος
παντόμωρος
παντονίκης
παντοπαθής
παντοποιός
παντοπόρος
παντοπωλέω
παντοπώλης
παντοπωλία
παντοπώλιον
παντορέκτης
πάντοσε
View word page
παντόμωρος
all-foolish
ShortDef
all-foolish
Debugging
Headword:
παντόμωρος
Headword (normalized):
παντόμωρος
Headword (normalized/stripped):
παντομωρος
IDX:
65202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65203
Key:
Data
{'content': 'all-foolish'}