Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγόγγυστος
ἀγοήτευτος
ἀγόμφιος
ἀγόνατος
ἀγονέω
ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
Ἀγορά
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
View word page
ἀγοράζω
to be in the ἀγορά
ShortDef
to be in the ἀγορά
Debugging
Headword:
ἀγοράζω
Headword (normalized):
ἀγοράζω
Headword (normalized/stripped):
αγοραζω
IDX:
651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-652
Key:
Data
{'content': 'to be in the ἀγορά'}