Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντοθαλής
πάντοθεν
πάντοθι
παντοιάς
παντοῖος
παντοκρατέω
παντοκρατορία
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντολόγος
παντομεταβόλος
παντομιγής
παντόμιμος
παντομισής
παντόμορφος
παντόμωρος
παντονίκης
παντοπαθής
παντοποιός
View word page
πάντολμος
all-daring, shameless

ShortDef

all-daring, shameless

Debugging

Headword:
πάντολμος
Headword (normalized):
πάντολμος
Headword (normalized/stripped):
παντολμος
IDX:
65195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65196
Key:

Data

{'content': 'all-daring, shameless'}