Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντοεργός
παντοθαλής
πάντοθεν
πάντοθι
παντοιάς
παντοῖος
παντοκρατέω
παντοκρατορία
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντολόγος
παντομεταβόλος
παντομιγής
παντόμιμος
παντομισής
παντόμορφος
παντόμωρος
παντονίκης
παντοπαθής
View word page
παντολιγοχρόνιος
utterly short-lived

ShortDef

utterly short-lived

Debugging

Headword:
παντολιγοχρόνιος
Headword (normalized):
παντολιγοχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
παντολιγοχρονιος
IDX:
65194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65195
Key:

Data

{'content': 'utterly short-lived'}