Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παντοδίαιτος
παντοδίδακτος
παντοδύναμος
παντοεπής
παντοεργός
παντοθαλής
πάντοθεν
πάντοθι
παντοιάς
παντοῖος
παντοκρατέω
παντοκρατορία
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
παντολόγος
παντομεταβόλος
παντομιγής
παντόμιμος
παντομισής
View word page
παντοκρατέω
to be almighty
ShortDef
to be almighty
Debugging
Headword:
παντοκρατέω
Headword (normalized):
παντοκρατέω
Headword (normalized/stripped):
παντοκρατεω
IDX:
65190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65191
Key:
Data
{'content': 'to be almighty'}