Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντογόνος
παντοδαής
παντοδαπῇ
παντοδαπία
παντοδαπός
παντοδίαιτος
παντοδίδακτος
παντοδύναμος
παντοεπής
παντοεργός
παντοθαλής
πάντοθεν
πάντοθι
παντοιάς
παντοῖος
παντοκρατέω
παντοκρατορία
παντοκράτωρ
παντολέτειρα
παντολιγοχρόνιος
πάντολμος
View word page
παντοθαλής
making everything bloom

ShortDef

making everything bloom

Debugging

Headword:
παντοθαλής
Headword (normalized):
παντοθαλής
Headword (normalized/stripped):
παντοθαλης
IDX:
65185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65186
Key:

Data

{'content': 'making everything bloom'}