Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάντευχος
πάντεχνος
πάντῃ
παντιβόλος
πάντιμος
πάντιν
παντλήμων
παντοβαρής
παντοβίης
παντογένεθλος
παντογήρως
παντογόνος
παντοδαής
παντοδαπῇ
παντοδαπία
παντοδαπός
παντοδίαιτος
παντοδίδακτος
παντοδύναμος
παντοεπής
παντοεργός
View word page
παντογήρως
making all old

ShortDef

making all old

Debugging

Headword:
παντογήρως
Headword (normalized):
παντογήρως
Headword (normalized/stripped):
παντογηρως
IDX:
65174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65175
Key:

Data

{'content': 'making all old'}