Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παντεπόπτης
παντερπής
παντεύμορφος
παντευχία
πάντευχος
πάντεχνος
πάντῃ
παντιβόλος
πάντιμος
πάντιν
παντλήμων
παντοβαρής
παντοβίης
παντογένεθλος
παντογήρως
παντογόνος
παντοδαής
παντοδαπῇ
παντοδαπία
παντοδαπός
παντοδίαιτος
View word page
παντλήμων
completely wretched

ShortDef

completely wretched

Debugging

Headword:
παντλήμων
Headword (normalized):
παντλήμων
Headword (normalized/stripped):
παντλημων
IDX:
65170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65171
Key:

Data

{'content': 'completely wretched'}